ἀποβλάπτω

ἀποβλάπτω
ἀποβλάπτω
1 harm σύνεσιν οὐκ ἀποβλάπτει φρενῶν (sc. Μοῖρα) N. 7.60

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποβλάπτω — ἀποβλάπτω (Α) 1. καταστρέφω εντελώς 2. ( ομαι) στερούμαι, χάνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἀποβλάπτει — ἀποβλάπτω ruin utterly pres ind mp 2nd sg ἀποβλάπτω ruin utterly pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβλαφθεῖσαν — ἀποβλάπτω ruin utterly aor part pass fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβλαφθείς — ἀποβλάπτω ruin utterly aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβλάπτωσι — ἀποβλάπτω ruin utterly pres subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”